Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

ΤΑ ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ




















ΤΑ ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΣΤΗ Ν.  ΒΥΣΣΑ

          Ευλογημένο καλοκαίρι !  Ζέστη αφόρητη αλλά και απαραίτητη για να μεγαλώσουν τα φυτά και να δέσουν οι καρποί των δέντρων. Τα φασολάκια από μέρα σε μέρα διαφοροποιούνται σε μέγεθος, τα κολοκύθια εμφανίζονται στις μύτες των πανέμορφων κίτρινων λουλουδιών, τα μήλα, τα ΄΄αρμούτια΄΄ και τα ΄΄αβρόμπλα΄΄ μεγαλώνουν όλο και πιο πολύ και γενικά κάθε φυτό βιάζεται να δώσει τους καρπούς του και να τους μεγεθύνει.
          Στη Ν. Βύσσα, στα παλιότερα χρόνια,  τότε στη δεκαετία του 1950, του 60 και του 70, όλοι οι κάτοικοι, γύρω στις 6.000 ψυχές, ασχολούνταν αποκλειστικά με τη ΄΄μητέρα γη΄΄. Εργατικοί και καλοί γνώστες της γεωργίας, επιδίδονταν με μεράκι και συστηματικά στις διάφορες καλλιέργειες, απολαμβάνοντας και τα οικονομικά αποτελέσματα της κοπιώδους προσπάθειας τους.  Γιατί η γη τους είναι εύφορη και τους ανταμείβει με το παραπάνω, εφόσον την αγαπούν και την προστατεύουν.
          Ήταν γνωστές οι πλούσιες παραγωγές του εύφορου, λόγω των χειμερινών προσχώσεων του ποταμού Έβρου, κάμπου της Ν. Βύσσας. Πατάτες, σκόρδα, σκούπες, φασόλια, καλαμπόκια, παράγονταν σε μεγάλες ποσότητες και σε άριστες ποιότητες και κατακλύζανε, εκείνα τα παλιά χρόνια, τις αγορές της Αθήνας, ως προϊόντα ονομασίας προέλευσης, ΄΄Σκόρδα Βύσσας΄΄, ΄΄Πατάτες Βύσσας΄΄, ΄΄Σκούπες Βύσσας΄΄.
Τα καλαμπόκια ήταν μια δυναμική καλλιέργεια στη Ν. Βύσσα.

          Οι ΄΄τσιφτσήδες΄΄ (=γεωργοί)  δεν προλάβαιναν περιποιούνται τα σπαρτά τους. Τα έσκαβαν, τα βοτάνιζαν, τα ΄΄παράχωναν΄΄, γενικά πρόσφεραν τη γνώση και τον κόπο τους για να τους  αποδώσουν πλούσια παραγωγή.
          Εκεί όμως που έδειχναν το πραγματικό τους ενδιαφέρον ήταν  τα ΄΄μπουστάνια΄΄, δηλαδή τα χωράφια στα οποία έσπερναν καρπούζια και λίγα  ΄΄καβούνια΄΄ (=πεπόνια). Όλοι ανεξαιρέτως είχαν και ένα μποστάνι, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, τόσο που να υπερκαλύπτει τις οικογενειακές τους ανάγκες. Στην άκρη στα ΄΄φκάλια΄΄,στα ΄΄καλαμπούκια΄΄, στις πατάτες, στη ΄΄λιτσέρνα΄΄, όπου τέλος πάντων του βόλευε, άφηναν και ένα κομμάτι γης, ένα στρέμμα, μισό στρέμμα, ίσως και λιγότερο, για να το κάνουν μποστάνι. Το χωράφι αυτό απαιτούσε καλό όργωμα και σβάρνισμα για να γίνει το χώμα αφράτο και πιο γόνιμο.
          Όσοι είχαν χωράφια στα ΄΄ μπαΐρια΄΄ (=υψώματα) οπωσδήποτε έσπερναν ΄΄μπουστάνι΄΄, τόσο γιατί το έδαφος δεν απέδιδε άλλες παραγωγές, όσο και γιατί τα ΄΄μπαϊρίσια  καρπούζια΄΄ ήταν και πιο γλυκά αλλά και ωρίμαζαν πιο πρώιμα. Πρόβλημα εδώ υπήρχε με την έλλειψη νερού, αλλά πολλοί κουβαλούσαν νερό με το βαρέλι και πότιζαν φωλιά φωλιά τα φυτά για να μεγαλώσουν. Συχνές ήταν και οι καλοκαιρινές βροχές που ευνοούσαν την ανάπτυξη του μποστανιού.
 
         Μποστάνι με καρπούζια.

     Έπαιρναν τον ΄΄καρπουζόσπορου΄΄ και αφού τον τύλιγαν με ένα ΄΄παρτσάλι΄΄ (=κουρέλι), τον έβαζαν μέσα στο νερό για ένα 24ωρο, έτσι που να υγρανθεί ο σπόρος και να μπορεί να δώσει πιο εύκολα φύτρα. Μετά πήγαιναν στο χωράφι και έσπερναν  τον σπόρο σε φωλιές αλλά και σε ΄΄αβραγιές΄΄ (=πρασιές).  Η κάθε φωλιά  απείχε από την άλλη περί το 1,5 μέτρο και η κάθε ΄΄αβρα’ιά΄΄ από τη διπλανή της περί τα 2 μέτρα. Αυτό γινόταν για να έχουν χώρο οι καρπουζιές να απλωθούν και να αναπτυχθούν. Στην κάθε φωλιά έβαζαν και κοπριά, για να έχει να πάρει η ρίζα του φυτού θρεπτικά συστατικά.

 
       ΄΄  Καλαμπούκια ζουνά, για βράσιμου 
ή για ψήσιμου.΄΄

      Στις άκρες του μποστανιού έσπερναν ΄΄καλαμπούκια ζουνά΄΄, δηλαδή καλαμπόκια που ήταν φαγώσιμα για τους ανθρώπους, είτε βρασμένα είτε ψημένα. Θυμάμαι πολλές φορές τα καλοκαίρια, όταν πηγαίναμε στο μποστάνι μας και τα καρπούζια ακόμα δεν είχαν ωριμάσει, κόβαμε καλαμπόκια, τα καθαρίζαμε, περνούσαμε στο κοτσάνι μία βέργα και τη μπήγαμε κοντά στη φωτιά που ανάβαμε. Έτσι ψήνονταν τα καλαμπόκια και ήταν μια απολαυστική και νόστιμη τροφή, ως αλλαγή στην καθημερινή σχεδόν ίδια διατροφή μας, η οποία περιελάμβανε κατά κανόνα ΄΄ουσμάνκα΄΄(=είδος καβουρμά),΄΄σιουρμπέτ(ι)΄΄ (=νερό με ζάχαρη) και ΄΄καϊγκανά΄΄ (=ομελέτα).
 
          Τα ΄΄καλαμπούκια  καλοψήθ'καν΄΄.

        Το μποστάνι ήθελε καλό σκάψιμο, για να είναι το χώμα αφράτο και να αερίζεται και αυτό πριν αρχίσει να απλώνει τις σαΐτες του. Από εκεί και μετά δεν ασχολούνταν πολύ με τα φυτά, για να μην τα πατήσουν. Οι μποστανιές άπλωναν σε όλο το έδαφος και σε λίγο εμφανίζονταν τα κίτρινα λουλουδάκια, τα οποία γρήγορα μετατρέπονταν σε μικρές στρογγυλές και πράσινες μπαλίτσες. Τα καρπούζια αυτά σιγά σιγά μεγάλωναν σε μέγεθος, σαν καρύδια, σαν μήλα, ώσπου γίνονταν  τα μεγάλα στρογγυλά καρπούζια. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα καρπούζια ήταν ποικιλίες με στρογγυλά καρπούζια και όχι στενόμακρα, όπως είναι σήμερα, με πιο γνωστή την ολόγλυκη ποικιλία της ΄΄μπρούσας΄΄.
 
          ΄΄Λάζαρης για του μπουστάν(ι)΄΄.

    Τα καρπούζια ήθελαν προστασία από τους διάφορους εχθρούς. Κυριότεροι ήταν οι ΄΄γκαΐλ(οι)΄΄ (=κάργες) οι οποίοι πετούσαν σε μεγάλα κοπάδια στις παρέμβριες περιοχές. Έρχονταν μέσα στο χωράφι και με το ράμφος τους τρυπούσαν τα καρπούζια που ήταν κοντά στην ωρίμανση. Έτσι προξενούσαν μεγάλες καταστροφές. Για την προστασία του μποστανιού τοποθετούσαν ΄΄λάζαρηδεις΄΄(=σκιάχτρα). Ήταν κατασκευές ξύλινες τις οποίες επένδυαν με παλιά ρούχα. Έμοιαζαν με άνθρωπο που έχει απλωμένα τα χέρια του και έτσι απέτρεπε τους επίδοξους εισβολείς.






          
Δυστυχώς! Τα πουλιά κάνουν παρέα
 ΄΄στου λάζαρη΄΄!

      Πρέπει να αναφέρουμε ότι στα ΄΄μπουστάνια΄΄ καλλιεργούσαν, εκτός από τα καρπούζια και ΄΄καβούνια΄΄ (=πεπόνια). Αυτά ήταν πάντα πολύ λιγότερα, χοντρικά το ένα τέταρτο της καλλιεργημένης έκτασης. Αυτό έχει βέβαια και την εξήγησή του. Τα ΄΄καβούνια΄΄ είναι μεν νόστιμα, αλλά δεν αντέχουν στο χρόνο όπως τα καρπούζια, πρέπει να καταναλωθούν σχετικά γρήγορα. Ακόμα στις μεγάλες ζέστες του Ιουλίου και του Αυγούστου, οι δουλευτάδες της γης ιδροκοπούν και έχουν ανάγκη από νερό, κάτι που τους προσφέρει και τους δροσίζει πιο πολύ το καρπούζι από το πεπόνι.
 
          
 Γλυκά και μοσχοβολιστά ντόπια ΄΄καβούνια΄΄.

         Το μεγάλωμα των καρπουζιών το ζούσαμε μέρα με τη μέρα. Τα πιο μεγάλα, τα οποία και θα ήταν τα πρώτα που θα ωρίμαζαν, τα γράφαμε με ένα ξυλαράκι, χαράσσοντας την τρυφερή φλούδα τους. Άλλοι έκαναν διάφορα σχέδια, άλλοι πάλι έγραφαν ονόματα, όπως Γιώργης, Μήτσιους, Κώτσιους, Μαργώ, Ηλένκου, κ.λ.π.
       Τα πρώτα καρπούζια ΄΄γίνουνταν΄΄ (=ωρίμαζαν) προς το τέλος του Ιουλίου. Στο ΄΄πανα’ύρ(ι)΄΄ της Αγίας Παρασκευής, που γινόταν το βράδυ της 25ης Ιουλίου, πολλά ΄΄αμάξια΄΄ πωλούσαν καρπούζια στους πολυπληθείς επισκέπτες του πανηγυριού. Από το πανηγύρι αυτό τα παιδιά αγόραζαν και ΄΄τσιακού΄΄ (=σουγιά) , για να έχουν να κόβουν το καρπούζι. Γιατί από εδώ και πέρα, το διαιτολόγιό τους θα περιελάμβανε σε καθημερινή βάση, καρπούζι με ψωμί και για μερικούς τυχερούς, καρπούζι, ψωμί και τυρί!!!
 
        Τα καρπούζια τώρα  μεταφέρονται 
με τρακτέρ και πλατφόρμα .

      Όταν ωρίμαζαν τα περισσότερα καρπούζια, γινόταν η συγκομιδή. Τοποθετούσαν ΄΄γκιουρμέδεις΄΄ στο αμάξι, δηλαδή έβαζαν ξύλα κάθετα προς τα κανάτια του αμαξιού, τα οποία τύλιγαν με το ΄΄τσόλ(ι)΄΄. Έτσι μπορούσαν να φορτώσουν τα καρπούζια, χωρίς να κατρακυλήσουν . Το βράδυ οδηγούσαν τα αμάξια φορτωμένα στο χωριό. Τα παιδιά της σχολικής ηλικίας, εντόπιζαν αυτά τα αμάξια, πήγαιναν από πίσω, συνήθως σε ομάδες των δυο τριών ατόμων και έλεγαν:
          -Θειόκα, δώσει μοι καρπούζ(ι).
Ο ιδιοκτήτης, προετοιμασμένος από πριν, έδινε μικρά καρπούζια τα οποία είχε μαζέψει γι’ αυτό το σκοπό. Τα παιδιά με το που έπαιρναν το καρπούζι, το έκοβαν και το κατανάλωναν με βουλιμία. Ήταν το πιο γλυκό και πιο δροσιστικό φρούτο της εποχής . Για να το μοιραστούν το έκοβαν σε ΄΄ντουντόνεις΄΄, δηλαδή στενόμακρες φέτες και το καταβρόχθιζαν με το στόμα, ενώ τα ζουμιά έτρεχαν από το σστόμα τους και έπεφταν στα γυμνά πόδια τους , σχηματίζοντας διάφορα σχέδια.

 
          Ο μικρός ρίχτηκε με τα μούτρα 
στη ΄΄ντουντόνα΄΄.

      Τα καρπούζια τα αποθήκευαν σε δροσερό μέρος, μέσα στα ΄΄χάνια΄΄, ή ακόμα αν είχαν έλλειψη αποθηκευτικού χώρου, μέσα στο ΄΄χαγιάτι΄΄. Θα ήταν η καθημερινή τους δροσιστική απόλαυση, τόσο κατά την μετάβασή τους στα χωράφια, όσο και στις κουραστικές εργασίες τους  στα αλώνια με τα ΄΄φκάλια΄΄. Ένα καρπούζι θα το κρατούσαν ως  ΄΄Τα Χριστού΄΄΄, για να το ΄΄θυμιάσουν΄΄ και να έχουν ΄΄τρανό μπιρικέτ(ι)΄΄ (=πλούσια παραγωγή) κατά την επόμενη χρονιά.

 
           Φαναράκι απλό για τα παιδιά.

       Τα παιδιά είχαν και ένα ευχάριστο παιχνίδι με τα καρπούζια. Έκαναν φαναράκια. Έπαιρναν ένα μικρό καρπούζι, έκοβαν  την ΄΄κασίδα΄΄΄και με ένα ΄΄χουλιάρ(ι)΄΄ αφαιρούσαν το περιεχόμενό του. Μετά με ένα μαχαίρι χάρασσαν διάφορα σχέδια στη φλούδα του καρπουζιού, αφαιρώντας μικρά κομματάκια. Τοποθετούσαν μέσα ένα κερί και μόλις βράδιαζε έβγαιναν  έξω, κρατώντας το από ένα σχοινί. Το φως διαπερνούσε τις τρύπες του καρπουζιού και τόνιζε τα όμορφα σχέδια. Τα πολλά αναμμένα φαναράκια, κρατημένα με προσοχή από τα παιδιά , έδιναν μια πολλή ρομαντική εικόνα στη συνάθροιση των γυναικών στη ΄΄λόντζια΄΄ της γειτονιάς.



Φαναράκι με σχέδιο.

    Αξίζει να αναφέρουμε ότι, τη γλυκύτητα και τη δροσιά των καρπουζιών δεν απολάμβαναν μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Όταν ήταν στο χωράφι και έκοβαν καρπούζι,  ΄΄τα τσιόφλια΄΄ (=φλούδες) τις έδιναν στις αγελάδες που τις έτρωγαν με μεγάλη όρεξη. Όταν ήταν πάλι στο σπίτι, πετούσαν ΄΄τα τσιόφλια΄΄ στις ΄΄ουρνίθεις΄΄. Αυτές έτρεχαν γύρω από τις φλούδες και άρχιζαν το τσιμπολόγημα, μέχρι που δεν άφηναν παρά μόνο μια λεπτή εξωτερική φλούδα.
          ΄΄Καρπούζ(ι), μέλ(ι) γλυκό κι δρουσιρό΄΄!!!


΄΄Τα μπιμπινούδια΄΄ τρώνε με όρεξη
 κομμάτια από καρπούζια.

Παροιμίες για το καρπούζι

Τη γυναίκα κι του καρπούζ(ι) η τύχ(η) τη διαλέγ(ει).
(=Πολλά πράγματα στη ζωή είναι θέμα τύχης.)

Δυο καρπούζια δε χωρούν στην ίδια αμασχάλ(η).
(=Δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα)


Όποιος έχ(ει) του μαχάιρ(ι) έχ(ει) κι του καρπούζ(ι).
(=Αυτός που έχει τα μέσα, έχει και τις επιτυχίες)

Του καρπούζ(ι) κι άνθρωπους δε φαίνουντει απόξου τι λουής είνει.
(=Το χαρακτήρα των ανθρώπων δεν μπορείς να τον γνωρίσεις από την εξωτερική του εμφάνιση)



Αυτό δεν είναι ΄΄ντοντόνα΄΄, είναι 
ολόκληρο ΄΄φιλί΄΄.

Αινίγματα για το καρπούζι


Πράσινου σπιτούδ(ι),
κόκκινα παραθυρούδια,
εκεί  μέσα ζούνει
μαύρα ανθρωπούδια.
Τι είνει;

Γούρνα μας πιλικητή,
μαρμαρένια και χυτή,
που έχ’ς μέσα μαύρα ψάρια
κι γλυκό κρασί.
Τι είνει;

Πράσινους πύργους
κόκκινα τζαμούδια,
αραπούδια που χορεύουν,
μές στα τσουκαλούδια.
Τι είνει;
Ε, φυσικά δεν θα σας φανερώσω ΄΄τι είνει΄΄.



Κ α λ ό   κ α λ ο κ α ί ρ ι !





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου